- σύμφυρσις
- σύμφυρ-σις, εως, ἡ,A confusion,
τῶν θείων εἰδῶν Procl.in Prm.p.598S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν θείων εἰδῶν Procl.in Prm.p.598S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύμφυρσιν — σύμφυρσις confusion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμφυρση — η /σύμφυρσις, ύρσεως, ΝΜΑ [συμφύρω] 1. συμφυρμός 2. (κατ επέκτ.) σύγχυση («καθαροὺς ποιεῑν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.) … Dictionary of Greek
συμφύρσεως — συμφύρσεω̆ς , σύμφυρσις confusion fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)